- γραφίδες
- γραφίςstilus for writingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
писатель — ПИСАТЕЛ|Ь 2 (1*), Ѧ с. То же, что писало: радуитесѧ домове страньнолюбивии. и х(с)олюбивiи. и моѥи немощи заступници. радуитесѧ мои(х) словесъ рачители и теченьѥ и сристанье. и писатели ˫авленьи та˫ащеiсѧ. (γραφίδες) ГБ к. XIV, 131в. ПИСАТЕЛ|Ь1… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γραφοκάλαμος — ο πετροκάλαμος από τον οποίο κατασκεύαζαν βέλη και γραφίδες κατά τον μεσαίωνα … Dictionary of Greek
καλαμάρι — (Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του… … Dictionary of Greek
καλαμογλυφώ — καλαμογλυφῶ, έω (Α) [καλαμογλύφος] κατασκευάζω γραφίδες γλύφοντας, δηλ. σκαλίζοντας, το καλάμι … Dictionary of Greek
καλαμογλύφος — καλαμογλύφος, ον (Α) αυτός που γλύφει, δηλ. σκαλίζει το καλάμι και κατασκευάζει γραφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γλύφος (< γλύφω), πρβλ. λιθο γλύφος, τοκο γλύφος] … Dictionary of Greek
πλινθίς — ίδος, η, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος αρχ. 1. ορθογώνιο σχήμα 2. πίνακας, παικτικός άβακας 3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο 4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση τής κλίσης τής εκλειπτικής 5.… … Dictionary of Greek
σεισμογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για να καταγράφει την ώρα, τη διάρκεια, το εύρος και τα κύρια χαρακτηριστικά των κινήσεων ενός σημείου του γήινου φλοιού κατά τους σεισμούς. Είναι συσκευές, που βασίζονται στην αρχή της αδράνειας μαζών. Διατηρούνται σε … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αβδήρων — Το Α.Μ.Α. θεωρείται το καλύτερο παράδειγμα ανάμεσα στα καινούργια τοπικά επαρχιακά μουσεία. Η πλούσια συλλογή του καλύπτει μία μεγάλη χρονική περίοδο, από την ίδρυση της πόλης από Ίωνες αποίκους στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. έως τον 13ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek